Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Αρχαιότητα. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Αρχαιότητα. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

17 Νοε 2009

Οι Πειρατές στην Αρχαιότητα

Αν σήμερα η άσκηση πειρατείας - θαλάσσιας η εναέριας - με σκοπό τον προσπορισμό υλικών ωφελημάτων προκαλεί τη γενική κατακραυγή, δεν συνέβαινε το ίδιο και κατά την αρχαιότητα. σε ποίο παρωχημένες εποχές, οι Φοίνικες και οι Κάρες καταγίνονταν τόσο με το εμπόριο όσο και με την πειρατεία, λεηλατώντας τα εμπορικά πλοία, πραγματοποιώντας επιδρομές στη στεριά, αρπάζοντας άντρες, γυναίκες, παιδιά, τούς όποίους είτε απελευθέρωναν μετά από την καταβολή λύτρων είτε πουλούσαν για δούλους στις αγορές της Μικρός Ασίας. σε διαφορετικές στιγμές της Ιστορίας τους, οι περισσότεροι ναυτικοί λαοί της Μεσογείου άσκησαν πειρατικές δραστηριότητες. Αφ’ ότου τα πρώτα πλοία διέσχισαν τη Μεσόγειο, η πειρατεία και η αρπαγή συνιστούν έναν από τούς πόρους ζωής πού προσφέρει η θάλασσα. Ακόμα και στους χρόνους τού Αριστοτέλη, η πειρατεία εξακολουθεί να είναι ένας τρόπος διαβίωσης, όπως το ψάρεμα ή το κυνήγι, αν όχι ένα «μέσο παραγωγής» δούλων τούς όποίους «καταναλώνουν» οι πολίτες και χάρη στους όποίους λειτουργεί η παραγωγή μέσα στο έμθβυακό οικονομικό σύστημα της Αρχαιότητας.


Εννοιολογικό πλαίσιο


Για τούς Έλληνες των ομηρικών έπών και των αρχαϊκών χρόνων, η πειρατεία δεν είναι αξιόποινη παρά μόνο όταν στρέφεται εναντίον συμπολιτών ενώ θεωρείται απόλυτα θεμιτή και αποδεκτή όταν θύματά της είναι ξένοι. Γεγονός όμως είναι ότι, σε όλη τη διάρκεια της ναυτικής ιστορίας της αρχαιότητας, η διάκριση ανάμεσα στις διάφορες μορφές άσκησης βίας εναντίον πλοίων και ταξιδιωτών ή κατοίκων παράκτιων περιοχών δεν είναι πάντοτε εύκολοι. τα όρια είναι δυσδιάκριτα ανάμεσα σε πράξη πειρατείας, η οποία αντιβαίνει στο δίκαιο, και ενέργειες όπως τα αντίποινα («σύλον», «ρύσιον») οι όποίες απαγορεύονται μόνο όταν το ενδιαφερόμενα μέρη (πόλεις) συνδέονται με συμφωνία για ασυλία - και ακόμα οι εχθροπραξίες μεταξύ εμπόλεμων η ή «κούρσα» (course, κουρσάρος). Μόνο μετά από μακρόχρονη εξελικτική πορεία οι δίδυμες έννοιες «ξένος» ­ εχθρός -, «πειρατεία -κούρσα», «εμπόριο - άνδροληψία» ανεξαρτοποιούνται, εντασσόμενες σε διαφορετικές σφαίρες. Όσο δεν πραγματοποιείται η εννοιολογική αυτονομία, οι όροι πού χρησιμοποιούνται για καθεμιά από τις πράξεις βίας με θύματα τούς ταξιδιώτες και τούς κάτοικους των παραθαλάσσιων περιοχών παραμένουν διφορούμενοι και κάθε κρίση πάνω στις δραστηριότητες αυτές δεν μπορεί να είναι παρά σχετική. Ή έλλειψη ακρίβειας - ακόμα και κατά τούς ελληνιστικούς χρόνους -στη χρήση των όρων πειρατεία, αντίποινα και αρπαγή μεταξύ εμπόλεμων είναι κατάλοιπο μίας εποχής κατά την όποία η διάκριση ανάμεσα στους διάφορους τρόπους κτήσης αγαθών δεν παρουσίαζε κανένα ενδιαφέρον. Ένα πλοίο της εποχής έπρεπε να είναι ευκίνητο και ελαφρό ώστε να είναι σε θέση να επιτίθεται και να διαφεύγει, ταυτόχρονα όμως ευρύχωρο ώστε να μεταφέρει τα πολεμικά ή πειρατικά λάφυρα πού συσσώρευσαν οι κυβερνήτες του, όπως ήταν η περίπτωση της «Σάμαινας» (ή «Σαμία ναυς»). Στα ομηρικά έπη, η λέξη «ληίζομαι», όπως και ο όρος «συλάν» των μεταγενέστερων αιώνων, σημαίνει τόσο τη διεκδίκηση ιδίων αγαθών, όσο και τις λείες πολέμου ή ακόμα τις πράξεις λεηλασίας των πειρατών. στους κλασικούς χρόνους, η πειρατεία - μέσο παραγωγής αγαθών για τούς θεωρητικούς της εποχής - καταπολεμάτε από ορισμένες πόλεις, ενώ για άλλες αποτελεί δραστηριότητα καθόλα νόμιμη πού από τη φύση της τοποθετείται στο χώρο ανάμεσα στις πολεμικές επιχειρήσεις και στο εμπόριο. Εννοιολογική σύγχυση υφίσταται σχετικό με την πειρατεία και την κούρσα. Ή διαφορά άνάμεσά τους είναι ότι η πρώτη ασκείται τόσο σε καιρό πολέμου όσο και σε καιρό ειρήνης, ενώ η δεύτερη εμφανίζεται μόνο σε περίοδο πολέμου, ασκείται όμως από πλοία ιδιωτικά. Εξ άλλου, η σχετικότητα της αρχής της ουδετερότητας σε συνδυασμό προς την πρακτική δυσχέρεια διάκρισης ανάμεσα σε εμπόλεμους ή όχι, συνεπάγονται την αύξηση κρουσμάτων βιαιοπραγίας και λεηλασίας πλοίων και ταξιδιωτών, πράξεις πού είναι δυνατό να ενταχθούν τόσο στις εχθροπραξίες μεταξύ εμπόλεμων όσο και σε πειρατικές δραστηριότητες. Ή κούρσα πού ασκείται από τον αντίπαλο ισοδυναμεί για την άλλη πλευρά τού στρατοπέδου με πράξη πειρατείας, χωρίς όμως αυτό να εμποδίζει το θύματα να προβαίνουν σε αντίστοιχες ενέργειες. Έτσι, λ.χ., στους κλασικούς χρόνους, όταν οι Αθηναίοι ασκούσαν ακόμα τον έλεγχοo τού ΑΙγαίου, μία αθηναϊκή τριήρης συνέλαβε, σε ανοιχτή θάλασσα, ένα πλοίο πού μετέφερε έμπόρους από τη Ναύκρατι: το πλοίο οδηγήθηκε στο λιμάνι όπου οι Αθηναίοι πούλησαν το φορτίο των Ναυκρατιτών έμπόρων για λογαριασμό της Αθήνας (Δημοσθένης, Κατά Τιμοκράτους (XXIV), 11-12). ο Ηρόδοτος διηγείται τις περιπέτειες τού Διονύσιου, ενός κυβερνήτη από τη Φωκαία, ο όποίος μετά την ήττα τού ελληνικού στόλου Στη Λάδη έβαλε πλώρη για τη Φοινίκη, όπου βάλθηκε να λεηλατεί τα εμπορικά πλοία. Στη συνέχεια, αφού συγκέντρωσε πολλά πλούτη, εγκαταστάθηκε στη Σικελία πού τη χρησιμοποίησε για ορμητήριο στις επιδρομές του εναντίον των εμπορικών πλοίων. από τις πειρατικές ενέργειες τού Διονύσιου γλίτωναν μόνο το πλοία πού ανήκαν σε Έλληνες. Τόσο όμως στην περίπτωση της αιχμαλωσίας τού ναυκρατικού πλοίου από τούς Αθηναίους όσο και στη σταδιοδρομία τού Διονύσιου, δεν απουσιάζει ένα στοιχείο νομιμότητας: οι άγραφοι νόμοι τού πολέμου (Σούδα, λέξη Κίμων: μη πλείν νόμω πολέμου) και η εννοιολογική ισοδυναμία μεταξύ ξένου και εχθρού όσον αφορά στις επιχειρήσεις τού Διονύσιου εναντίον των ετρουσκικών και φοινικικών πλοίων. Ακόμα και σε πολύ μεταγενέστερους χρόνους, ο χαρακτηρισμός μίας πράξης ως πειρατικής δεν είναι αυτονόητος. στις αρχές τού αιώνα μας, το αγγλικό βασιλικό δικαστήριο χρειάστηκε να κρίνει αν ή σύλληψη ενός ελληνικού καϊκιού από ένα ληστή της Μαύρης Θάλασσας, με την ανοχή των Κεμαλικών, αποτελεί πράξη πολέμου ή πειρατεία. 'Έχει υποστηριχτεί, από σύγχρονους συγγραφείς, ότι, από νομική άποψη, πειρατής είναι ο χωρίς διάκριση εχθρός τού ανθρώπινου γένους και όχι το άτομο πού επιτίθεται σε ανθρώπους μίας ορισμένης καταγωγής ή τάξης, Παρόμοιο διαχωρισμό έκανε, αιώνες πριν, ο Ηρόδοτος (111, 39) όταν, κατηγορώντας τις πειρατικές δραστηριότητες τού τυράννου της Σάμου Πολυκράτη, τονίζει ότι «έφερε και ήγε πεντάς διακρίνων ούδένα» , οι Ρωμαίοι ξεχώριζαν ανάμεσα σε «δίκαιο εχθρό» (iustes hostes) και σε κοινό εχθρό τού ανθρώπινου γένους -(humani generis communes hostes), κατηγόρια στην όποία συμπεριλαμβανόταν και ο πειρατής.






Γεωγραφικό πλαίσιο




Σε ορισμένες περιοχές της Μεσογείου η πειρατεία είχε χαρακτήρα ενδημικό: η Κιλικία, η Λιγουρία, οι Ιλλυρικές ακτές, η Κρήτη, η Αιτωλία υπήρξαν από τα σημαντικότερα ορμητήρια πειρατών. Ο Θουκυδίδης αναφέρει ως πειρατικούς λαούς τούς Λοκρούς, τούς Αιτωλούς, τούς Άκαρνάνες, ενώ ο Ηρόδοτος περιγράφει τις πειρατικές δραστηριότητες των Σαμίων, των Ιώνων ή των κατοίκων της Καρίας πού έπέδραμαν στην Αίγυπτο κατά τούς χρόνους της βασιλείας τού Ψαμμήτιχου. 'Άλλοι συγγραφείς αναφέρουν ακόμα τούς Φωκείς, τούς Λυκίους ή ακόμα τούς Δόλωπες της Σκύρου κατά τη διάρκεια των μηδικών πολέμων, από τούς τρομερότερους πειρατές της αρχαιότητας, τούς όποίους συναντάμε από τούς χρόνους των ομηρικών έπών ως τη ρωμαιοκρατία, είναι οι Κρήτες: "Πάντοτε ληστές και πειρατές, ποτέ δίκαιοι οι Κρήτες. Πoιος αλήθεια. Kρητικός γνωρίζει τη δικαιοσύνη; Έτσι και μένα το δύστυχο Τιμόλυτο, πού ταξίδευα με φτωχικό φορτίο, οι Κρήτες με βύθισαν στα βάθη της θάλασσας. Πάνω μου θρήνησαν τα θαλασσινά πουλιά' κάτω άπ' τον τύμβο όμως δεν βρίσκεται ο Τιμόλυτος» (επιτύμβιο επίγραμμα τού Λεωνίδα Ταραντίνου, Παλατινή Ανθολογία, νll, 654).




Αφού αιχμαλώτιζαν τούς ταξιδιώτες, οι πειρατές της Μαύρης Θάλασσας συνήθιζαν να στέλνουν στις οικογένειες και τούς φίλους των αιχμάλωτων επιστολές γραμμένες από τα θύματα, με τις όποίες ζητούσαν την καταβολή λύτρων. Οι κάτοικοι τού Βοσπόρου όχι μόνο παρείχαν καταφύγιο στα πειρατικά πλοία άλλά και φρόντιζαν για τη διάθεση στις αγορές των λαφύρων. Είναι ακόμα γνωστό ότι η αγορά δούλων της Δήλου δεχόταν εμπόρευμα από τούς κατοίκους της Κιλικίας, με τούς όποίους συνεργάζονταν οι Παμφυλοί και οι Φασηλίτες. Κίνδυνος πειρατών υπήρχε όχι μόνο Στη θάλασσα άλλά και στη στεριά είναι ο λόγος για τον όποίο οι παλαιότεροι οικισμοί χτίστηκαν σε κάποια απόσταση οπό τις ακτές. Μόνο με την ανάπτυξη τού ναυτικού των ελληνικών πόλεων και την άνθηση τού εμπορίου επεκτείνεται η παραθαλάσσια οικιστική δραστηριότητα και οι πόλεις περιβάλλονται με τείχη. Χαρακτηριστικά είναι τα παραδείγματα των αρχαιότερων οικοδομημάτων στο λόφο της Κνωσού, τέσσερα μιλιά από τη θάλασσα, της Αθήνας των προκλασικών ή ακόμα της Ακροκορίνθου όπου εγκαταστάθηκαν πάλι οι Κορίνθιοι τον 17ο αι. μ.χ, όταν η διαβίωση κοντά Στη θάλασσα είχε αποβεί ιδιαίτερα επικίνδυνη. Ως τα μέσα τού 19ου αι. τα σπουδαιότερα χωριά χτίζονται κατά κανόνα, σε απόσταση από την ακτή, όπως συμβαίνει, λ.χ., Στη Λέρο, Στη Νίσυρο ή στην Τήλο, όπου η «χώρα» απέχει γύρω στο μισό μίλι από τη θάλασσα. Ένα μέσο προστασίας των νησιωτών από τις πειρατικές επιδρομές στάθηκε, από την αρχαιότητα ως τη σύγχρονη εποχή, η κατασκευή «πύργων», σαν αυτούς πού συναντάμε στα περισσότερα ΑΙγαιοπελαγίτικα νησιά και αναφέρονται συχνά από τούς ταξιδιώτες (Νάξος, Αστυπάλαια, 'Άνδρος, Κως, Κύθνος, Σέριφος, Σίφνος, Σκιάθος, Σκόπελος, Αμορ­γός, Λέρος, Κίμωλος). Έκτός από τις επιδρομές των πειρατών, άλλος κίνδυνος πού απειλούσε τούς ταξιδιώτες ήταν οι ναυαγιστές (wreckers, naufrageurs), τούς οποίους συναντάμε από τούς πρώιμους χρόνους της ναυσιπλοΐας και δεν εξαφανίζονται παρά στον 19ο αιώνα. Ο ναυαγιστής διαλέγει μίαν απόκρημνη βραχώδη ακτή όπου, τη νύχτα, ανάβει φωτιές. τα πλοία πού περνούν νομίζουν ότι πρόκειται για τα φώτα λιμανιού, πλησιάζουν να βρουν καταφύγιο, άλλ' αντί γι' αυτό εξοκέλλουν στους βράχους προσφέροντας εύκολη λεία στους ναυαγιστές. Μία από τις πιο γραφικές μορφές της ελληνικής μυθολογίας είναι ο Ναύπλιος, ιδρυτής τού Ναυπλίου. Ναυαγιστής, άνδραποδιστής και πειρατής ο Ναύπλιος πρέπει να ήταν τυπική περίπτωση τυχοδιώκτη των πρώιμων χρόνων της ναυσιπλοΐας: Στη στεριά ναυαγιστής ή ληστής ταξιδιωτών, στο πέλαγος πειρατής και άνδραποδιστής θαλασσοπόρων. Γίνεται λόγος γι' αυτόν στα ομηρικά έπη (αμφισβητείται όμως αν τα σχετικά αποσπάσματα ανήκουν πράγματι στον Ομηρικό κύκλο) και στην Αργοναυτική εκστρατεία. για να εκδικηθεί τούς Αχαιούς για το θάνατο τού γιου του Παλαμήδη, ο Ναύπλιος βύθισε στα ανατολικά της Ευβοίας, στο ακρωτήριο Καφηρεύς, τα ελληνικά πλοία πού επέστρεφαν σώα από την Τροία. Ακόμα, ο Ναύπλιος ο Καταποντιστής, θέλοντας αυτήν τη φορά να εκδικηθεί τον Οδυσσέα, επιχείρησε να πνίξει την Πηνελόπη. σε μίαν άλλη περίπτωση τού αποδίδουν την κατηγορία ότι διέφθειρε γυναίκες των Αχαιών κατά τη διάρκεια ενός ταξιδιού. Σύμφωνα με το μύθο, ο Ναύπλιος είχε το ίδιο τέλος με τα θύματά του. Ταξιδεύοντας με το πλοίο του είδε μακριά αναμμένα φώτα και πιστεύοντας ότι βρίσκεται σε λιμάνι ήρθε και έπεσε πάνω στους βράχους όπου περίμενε ένας ναυαγιστής.


Ιστορικό πλαίσιο


Τα ερωτήματα πού προκύπτουν από τη μελέτη της πειρατείας δεν συνδέονται τόσο με την έμφάνισή της ως Ιστορικού φαινόμενου όσο με τη στιγμή κατά την όποία πρωτομαρτυρείται οργανωμένη καταστολή της όχι από ιδιώτες άλλά από το ίδιο το «κράτος». Παρόμοιο εγχείρημα προϋποθέτει εξελιγμένες πολιτειακές δομές, αναπτυγμένη οικονομία και ισχυρό πολεμικό ναυτικό. Οι πρώτοι, απ’ όσο τουλάχιστο γνωρίζουμε ως σήμερα, πού ξεκίνησαν οργανωμένη εκστρατεία κατά των πειρατών ήταν ο Μίνως με τούς Κρήτες του, οι όποίοι, μερικούς αιώνες αργότερα, μεταβλήθηκαν σε αδίστακτους πειρατές. για πολλούς αιώνες μετά τον Μίνωα καμιά ελληνική πόλη δεν είναι σε θέση να αναλάβει μόνη της την πάταξη της πειρατείας. τον 7ο αι. π.Χ. σημαντικό ρόλο στην κυριαρχία τού ΑΙγαίου διαδραματίζουν οι Σάμιοι. με τα πλοία τους διασχίζουν τις θάλασσες τόσο σαν έμποροι όσο και σαν πολεμιστές και πειρατές. Υπήρξαν πάντοτε στιγμές, όχι μόνο κατά τούς αρχαϊκούς χρόνους άλλά και Στη μετέπειτα ιστορία των ναυτικών θεσμών, κατά τις όποίες η πειρατεία συνιστούσε ένα μέσο διαπραγμάτευσης με ένα ξένο κράτος η με ένα συνασπισμό κρατών. με την υποστήριξη ισχυρών συμμάχων οι Σάμιοι δεν είχαν να φοβηθούν άμεσες ποινές εφ' οσον οι πειρατικές τους δραστηριότητες στρέφονταν εναντίον πλοίων τού αντίπαλου στρατοπέδου. Είναι πολύ πιθανό ο Πολυκράτης, τον όποίο ο Ηρόδοτος (111, 39) κατηγορεί ότι λεηλατούσε τα πλοία χωρίς διάκριση ανάμεσα σε φίλο και εχθρό, να ακολουθούσε την ίδια πολιτική με τον πασά της Ρόδου στην περίοδο της Τουρκοκρατίας. Ο πασάς πολέμησε τούς πειρατές, στο όνομα της Οθωμανικής αυτοκρατορίας, με πλοία κρατικά και παράλληλα κατασκεύασε και μία φρεγάτα για λογα­ριασμό του με την όποία λεηλατούσε τα εμπορικά πλοία και τούς ταξιδιώτες. τον 5ο αιώνα π.χ., μετά τούς περσικούς πολέμους και την ίδρυση της Συμμαχίας της Δήλου, οι Αθηναίοι ξεκίνησαν μία ανελέητη δίωξη των πειρατών. Εκστράτευσαν στα δύο σημαντικότερα πειρατικά κέντρα της εποχής, τη Σκύρο (Πλούταρχος, Κίμων, 8: ληιζόμενοι την θάλασσαν έκ παλαιου) και τη Θρακική Χερσόνησο (Πλούταρχος, Περικλής, 19: ληστήρίων γέμουσα). Ο Περικλής προσκάλεσε αντιπροσώπους των ελληνικών πόλεων για να συζητήσουν, ανάμεσα στ' άλλα, την ασφάλεια των θαλασσών, πρόταση πού προσέκρουσε στην αρνητική στάση της Σπάρτης. Αν και πολλές φορές οι Αθηναίοι καταχράστηκαν την κυριαρχία της θάλασσας, η προστασία πού η Αθήνα μπόρεσε να εξασφαλίσει στους ταξιδιώτες και στους ασθενέστερους κατοίκους των παραλίων τού Αιγαίου μπορεί να συγκριθεί μόνο με την ασφάλεια πού, κατά τούς αρχαίους συγγραφείς, επικρατούσε στα χρόνια τού Μίνωα. Ανάμεσα στις καταστροφικές συνέπειες τού Πελοποννησιακού πολέμου και της ήττας των Αθηναίων συγκαταλέγεται και η επανεμφάνιση της πειρατείας είτε ως αυτόνομης δραστηριότητας είτε μέσα στα πλαίσια των εχθροπραξιών. τον 4ο αιώνα, οι Αθηναίοι, πού στο μεταξύ εχoυν επανακτήσει την κυριαρχία στο Αιγαίο, μαζί με τούς συμμάχους τους, επιβάλλουν στους Μηλίους ποινή δέκα ταλάντων γιατί έδωσαν ορμητήριο σε πειρατικά πλοία, παραβαίνοντας το «ψήφισμα τού Μοιροκλή» πού απαγόρευε στα μέλη της Συμμαχίας να δέχονται στα λιμάνια τους πειρατές (Δημοσθένης, Κατά Θεοκρινου (LVIII), 53 και 56). το 362 και 361, οι Αθηναίοι στάθηκαν και οι ίδιοι θύματα πειρατικών επιδρομών από τούς άντρες τού Αλέξανδρου τού Φάριου, οι όποίοι, αφού λεηλάτησαν τις Κυκλάδες και κατέλαβαν τη Σκόπελο, έπέδραμαν στον Πειραιά όπου καταλήστεψαν τούς χρηματιστές.


Κατά τα τελευταία πενήντα χρόνια της κλασικής περιόδου η Αθήνα όλο ένα εξασθενεί στην προσπάθειά της να καταστείλει την πειρατεία στο Αιγαίο, έργο στο όποίο θα την διαδεχτεί η Ρόδος. 'Ήδη από την εποχή τού πολέμου ανάμεσα στους Αθηναίους και τον Φίλιππο της Μακεδονίας, οι πειρατές και οι κουρσάροι προσλαμβάνουν ρυθμιστικό ρόλο στην ισορροπία των δυνάμεων της Ανατολικής Μεσογείου. Οι ελληνικοί στρατοί κατακλύζονται από άντρες πού ο μόνος πόρος ζωής τους είναι είτε η μισθοφορία είτε η λεηλασία. Μερικοί από τούς σπουδαιότερους condottieri της εποχής προαναγγέλλουν τούς «άρχιπειρατές» τού 3ου αιώνα π.Χ., έτοιμους στον πόλεμο να προσφέρουν τις υπηρεσίες τους σε οποίον προσφέρει τα περισσότερα, ενώ σε περίοδο ειρήνης ή ανεργίας λεηλατούν τα πλοία και κάνουν επιδρομές στη στεριά για δικό τους λογαριασμό. Κρήτες και ΑΙτωλούς ­ και οι δύο γνωστοί ως ανελέητοι πειρατές -προσέλαβαν για μισθοφόρους πολλοί μονάρχες των ελληνιστικών χρόνων. Ο μεγάλος Ιστορικός Elias Bickerman παραλλήλισε την παρουσία Κρητών και ΑΙτωλών μισθοφόρων σε πολλούς στρατούς από τον 4ο ως τον 1ο αιώνα π.Χ. με τη συμμετοχή Ελβετών πολεμιστών στους περισσότερους ευρωπαϊκούς στρατούς από τον 14ο έως τον 18ο αιώνα. το κοινό στοιχείο πού συνδέει τούς αρχαίους Κρήτες και ΑΙτωλούς με τούς Ελβετούς μισθοφόρους της νεότερης ιστορίας πρέπει να αναζητηθεί Στη μη παραγωγικότητα των τόπων καταγωγής τους. Κατά κανόνα, όποτε η ενασχόληση των κατοίκων μίας περιοχής με την πειρατεία ή με τη μισθοφορία παρουσιάζει χαρακτήρα ενδημικό, τα αίτια πρέπει να αναζητηθούν στις οικονομικές συνθήκες τού τόπου στον όποίο αναπτύσσεται το φαινόμενο. Ή γεωγραφική απομόνωση της Κρήτης από τον υπόλοιπο ελληνικό χώρο και η άγονη γη της ΑΙτωλίας, σε συναρτήσει με την αδυναμία των περιοχών αυτών να αναπλάθουν έναν ουσιαστικό ρόλο στο πολιτικό προσκήνιο της εποχής, πού θα τούς επέτρεπε ίσως να αποβούν κέντρα διαμετακομιστικού εμπορίου, χαρακτηριστικά πού ισχύουν και για την προ καπιταλιστική Ελβετία καθιστούσαν την πειρατεία και τη μισθοφορία πρωταρχική - αν όχι μοναδική - πηγή «ξένου συναλλάγματος» για τις ασθενέστερες οικονομικά χώρες.

Η πειρατεία στην αρχαιότητα έως σήμερα

Σύμφωνα με την Συνθήκη του ΟΗΕ του 1982, για το Δίκαιο της Θάλασσας (UNCLOS), ως πειρατεία ορίζεται κάθε παράνομη πράξη βίας ή περιορισμού ή λεηλασίας, που διαπράττεται για ιδιοτελείς σκοπούς από το πλήρωμα ή τους επιβάτες ενός πλοίου προς άλλο πλοίο ή ιδιοκτησία που βρίσκονται πάνω σε αυτό.


Η πειρατεία στην αρχαιότητα


Η πειρατεία υπάρχει από την εποχή που ο άνθρωπος άνοιξε πανιά για να κάνει εμπόριο με άλλες περιοχές. Αναφορές για πειρατεία υπάρχουν από τον 13ο αιώνα π.Χ. στην περιοχή της Ανατολικής Μεσογείου, όπου οι Λαοί της Θάλασσας παραμόνευαν τα εμπορικά πλοία στις θαλάσσιες διαδρομές της Μεσογείου και του Αιγαίου.


Στην Κλασσική Εποχή οι Ιλλύριοι και οι Τυρήνιοι ήταν διάσημοι πειρατές, ενώ υπάρχουν και πολλοί Έλληνες και Ρωμαίοι. Περιβόητοι πειρατές ήταν οι Θράκες, οι οποίοι με βάση τους τη Λήμνο λυμαίνονταν όλο το Αιγαίο. Πειρατές κατά περιόδους υπήρξαν και οι Φοίνικες, οι οποίοι εκτός από τα εμπορικά αγαθά, μετέφεραν σκλάβους, κυρίως μικρά παιδιά, τα οποία άρπαζαν από παράκτιες περιοχές και στη συνέχεια τα πουλούσαν.



Ωστόσο, ο 1ος αιώνας π.Χ. ήταν η κατεξοχήν περίοδος της πειρατείας, καθώς μέσα στην αναταραχή και τον πολιτικό κατακερματισμό της εποχής, δημιουργήθηκαν πολλά μικρά πειρατικά κράτη, κυρίως στις ακτές της νότιας Μικράς Ασίας. Μάλιστα, θύμα των πειρατών έπεσε και ο Ιούλιος Καίσαρας σε ταξίδι του στο Αιγαίο το 75 π.Χ.. Οι πειρατές τον κράτησε φυλακισμένο στο Φαρμακονήσι και τον απελευθέρωσαν αφού ζήτησαν λύτρα 50 τάλαντα χρυσού. Ο Ιούλιος Καίσαρας έφτασε στη Ρώμη συγκέντρωσε στρατό και στόλο και επέστρεψε στο Φαρμακονήσι, όπου κατέστρεψε τη βάση τους.


Το 68π.Χ. οι Ρωμαίοι καταλαμβάνουν την Ιλλυρία και παράλληλα καταστρέφουν τις βάσεις των Ιλλύριων πειρατών εκεί, απαλλάσσοντας την Αδριατική από την δράση τους.


Το 67 π.Χ. η ρωμαϊκή σύγκλητος οργάνωσε εκστρατεία υπό την ηγεσία του Πομπήιου, ο οποίος ύστερα από τρεις μήνες πολέμου κατατρόπωσε τους πειρατές στη Μεσόγειο.


Για λίγους αιώνες η Μεσόγειος ησύχασε από την δράση των πειρατών. Ωστόσο, τον 3ο αιώνα μ.Χ. Γότθοι πειρατές αρχίζουν επιθέσεις στις παράκτιες πόλεις και χωριά στη θάλασσα του Μαρμαρά και τη Μαύρη Θάλασσα και από το 264 μ.Χ.κατεβαίνουν στο Αιγαίο. Οι Γότθοι αιχμαλώτισαν χιλιάδες ανθρώπους και τους έσυραν στα σκλαβοπάζαρα.


Μεσαίωνας: Βίκιγκς και Σαρακηνοί


Τον 5ο - 6ο αι. μ.Χ. οι Σλάβοι που κατέβαιναν στην Βαλκανική αναβίωσαν το πειρατικό παρελθόν των Ιλλυρίων και ξεκίνησαν τη ληστρική τους δράση στην Αδριατική. Όσο περνούσαν τα χρόνια, οι Ιλλύριοι πειρατές επέκτειναν τη δράση τους, φτάνοντας στις αρχές του 9ου αι. έως τη Σικελία, απειλώντας ακόμη και την ίδια τη Βενετία. Ήταν τόσο έντονη η δράση τους, ώστε το εμπόριο και τα ταξίδια στην Αδριατική έγιναν επικίνδυνο και οι θαλάσσιες συγκοινωνίες παρέλυσαν. Τελικώς, η Βυζαντινή αυτοκρατορία έστειλε μεγάλο στόλο κατανικώντας τους πειρατές και φέροντας την ηρεμία στην περιοχή.


Εν τω μεταξύ, η πειρατεία εξαπλώθηκε πλέον σε συστηματική βάση σε όλη την ευρωπαϊκή ήπειρο. Στη Βόρεια Ευρώπη οι Βικιγκ γίνονται από τον 8ο αι. μ.Χ. ο τρόμος και ο φόβος πόλων, χωριών και εμπόρων, καθώς καταστρέφουν και ληστεύουν ότι βρίσκονται στο διάβα τους και σέρνουν μαζί τους χιλιάδες αιχμαλώτους.


Στη Μεσόγειο οι Άραβες ξεκίνησαν την πειρατεία τρομοκρατώντας τις παράλιες περιοχές. Κατέλαβαν μάλιστα την Κρήτη και τη Σικελία, οι οποίες έγιναν και οι βάσεις τους. Οι Σαρακηνοί Άραβες ήταν ιδιαίτερα δραστήριοι ως πειρατές και παράτολμοι στις πράξεις τους. Μάλιστα, δεν φοβήθηκαν να πολιορκήσουν το 905 μ.Χ. τη Θεσσαλονίκη την οποία κατέλαβα και λεηλάτησαν, ενώ πούλησαν αρκετές χιλιάδες κατοίκους της πόλης ως σκλάβους.


Σημαντική πειρατική δράση είχαν επίσης οι Μανιάτες και αργότερα οι Τούρκοι και οι Αλγερινοί, ειδικότερα με τον Μπαρμπαρόσα, ο οποίος έγινε ο φόβος και ο τρόμος του Αιγαίου και της Μεσογείου γενικότερα τον 16ο αι. μ.Χ.




Η «Κλασσική» περίοδος της πειρατείας


Η μεγάλη ακμή της πειρατείας ωστόσο ήρθε με την ανακάλυψη της Αμερικής και την ισπανική κατάκτηση. Οι πειρατές έδρασαν κυρίως στην Καραϊβική, τις δυτικές ακτές της Αμερικής και στον Ατλαντικό Ωκεανό από το 1620 έως το 1730. Στόχος τα γεμάτα χρυσό και εμπορεύματα πλοία των Ισπανών, οι οποίοι κατείχαν το μεγαλύτερο μέρος της Καραϊβικής. Οι πειρατές ήταν κυρίως Άγγλοι, Ολλανδοί και Γάλλοι, που είχαν έρθει στη Νέα Γη για να αναζητήσουν την τύχη τους και να κάνουν μία νέα αρχή ή συμμετείχαν στους ναυτικούς πολέμους των αποικιοκρατικών χωρών. Με το τέλος των πολέμων, πολλοί από αυτούς τους ναύτες ακολούθησαν αυτό το μονοπάτι της παρανομίας το οποίο ήταν ιδιαίτερα επικερδές.


Οι κύριες βάσεις των πειρατών της Καραϊβικής ήταν το Νιου Πρόβιντενς στις Μπαχάμες και το Πορτ Ρόγιαλ. Οι μεγάλες ναυτικές δυνάμεις της εποχής χρησιμοποίησαν τους πειρατές, προκειμένου να προωθήσουν τα δικά τους εμπορικά συμφέροντα στην περιοχή, παρέχοντας κάλυψη και βοήθεια σε οπλισμό. Ο πιο γνωστοί πειρατές της περιόδου αυτής ήταν ο Έντουαρτ Τιτς ή αλλιώς «Μαυρογένης», ο Χένρι Μόργκαν και η Άνν Μπόνεϊ, οι οποίοι έγιναν λαϊκοί ήρωες.




Σύγχρονη εποχή


Η πειρατεία δεν εξέλειψε σε καμία περίοδο της ιστορίας του ανθρώπου. Μετά την χρυσή «κλασσική» περίοδο της πειρατείας στην Καραϊβική, η πειρατεία αμβλύνθηκε, συνεχίστηκε όμως. Πειρατεία θα συναντήσουμε και στο Αιγαίο στα τέλη του 18ου αιώνα και κυρίως την περίοδο της ελληνικής επανάστασης. Ο Ιωάννης Καποδίστριας ήταν αυτός που καταπολέμησε τους πειρατές του Αιγαίου, αμέσως μετά την αυτονόμηση της Ελλάδας. Στην πορεία οι Βρετανοί κατάφεραν να εξαλείψουν σχεδόν την πειρατεία στον Ινδικό Ωκεανό καταστρέφοντας τις βάσεις στα νησιά και τις ακτές της Αφρικής.


Εν τω μεταξύ, στα τέλη του 20ου αιώνα η πειρατεία έκανε δυναμικά την εμφάνισή της στην Ασία. Τα στενά του Μαλάκκα, μεταξύ της Μαλαισίας και της Ινδονησίας έγιναν το επίκεντρο της πειρατικής δράσης από τη δεκαετία του 1980 και ύστερα, με αποκορύφωμα το 2003. Η περιοχή ήταν γνωστή για τους πειρατές της από το 16ο αι. μ.Χ. έως τα μέσα του 19ου αι. μ.Χ.


Το δεύτερο σημαντικό επίκεντρο της σύγχρονης περιόδου είναι η Σομαλία, η οποία βρίσκεται στην επικαιρότητα τους τελευταίους μήνες, καθώς το φαινόμενο βρίσκεται σε έξαρση. Η Σομαλία αποτελεί ιδανικό κρυσφήγετο για τους πειρατές εξαιτίας του χάους που επικρατεί σ' αυτή την αφρικανική χώρα από τον εμφύλιο πόλεμο, που διαρκεί από το 1975. Οι


Σύμφωνα με τα στατιστικά στοιχεί για το 2006 οι Σομαλοί πειρατές πραγματοποίησαν 239 επιθέσεις το 2006, με 77 απαχθέντες, 188 ομήρους, 17 τραυματίες και 15 φόνους. Το 2007 παρουσίασε άνοδο 10% με263 επιθέσεις, καθώς και άνοδο 35% στα περιστατικά χρήσης όπλων, καθώς και 64 τραυματίες. Δεν έχουν γίνει γνωστά στοιχεία όσον αφορά φόνους.


Η έξαρση των τελευταίων μηνών ωστόσο, οδήγησε στη δημιουργία μίας διεθνούς ναυτικής δύναμης, η οποία περιπολεί στα νερά της δυτικής Αφρικής και στα στενά του Άντεν, προκειμένου να περιορίσει τη δράση των πειρατών. Η ευρωπαϊκή επιχείρηση «Αταλάντη» - η οποία τελεί υπό ελληνική διοίκηση - έχει οδηγήσει στη σύλληψη δεκάδων πειρατών, παρόλα αυτά


Μένει να δούμε ποιο θα είναι το αποτέλεσμα της διεθνούς στρατιωτικής παρέμβασης. Πολλοί διεθνείς παρατηρητές επιμένουν ότι το πρόβλημα της πειρατείας στη Σομαλία, θα λυθεί μόνον εάν καταληφθούν οι βάσεις των πειρατών. Αυτό δεν φαίνεται όμως να είναι ακόμη στις προτεραιότητες της διεθνούς κοινότητας, της Ε.Ε. και του ΝΑΤΟ.