H έκθεση, τυπωμένη το 1940 στο τυπογραφείο «ΛΑΚΩΝΙΑ» στο Γύθειο, αναπτύσσεται σε 25 πυκνογραμμένες σελίδες μικρού σχήματος. Το τευχίδιο που βρίσκεται στα χέρια μου, είχε δώσει ο ίδιος ο συντάκτης του στον παππού μου, όπως δηλώνεται από την αφιέρωση στο εξώφυλλο: «Στο φίλο και αγαπητό μου κ. Σ. Κουγέαν, Καθ. Πανεπιστημίου. Με αγάπη (υπογραφή) Ν. Γ. Λουμάκος ». Ο πλήρης τίτλος είναι Η ΜΑΝΗ ΚΑΙ ΤΑ ΑΚΙΝΗΤΑ ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΕΠΙΚΡΑΤΕΙΑΣ ΕΝ ΑΥΤΗ, Εἰσήγησις πρὸς τὴν ὁλομέλειαν τοῦ Δικηγορικοῦ Συλλόγου Γυθείου. Η μελέτη κινείται σε δύο βασικούς άξονες έναν νομικό και έναν ιστορικό, κάτι που γίνεται σαφές και από τη βιβλιογραφία την οποία παραθέτει στο τέλος του τεύχους.
Μετά από την προσφώνηση την οποία απευθύνει προς τα μέλη του Συλλόγου, ακολουθεί η Εισαγωγή στην οποία εκθέτει το πλαίσιο στο οποίο πρέπει να διερευνηθεί το θέμα: σημειώνει ότι το Διεθνές Δίκαιο είχε τότε, το 1939, μόλις 150 ετών ζωή και σημειώνει ότι «οι κανόνες αυτού έμειναν εις τας βιβλιοθήκας, αφού και ο παγκόσμιος πόλεμος (1914-1918) δεν έχει ολίγα παραδείγματα παραβάσεων».
Η αναφορά στο Διεθνές Δίκαιο φωτίζει και εκείνο που ο Λουμάκος θεωρεί την βασική αρχή για τη προβληματική του, δηλαδή όσα ορίζονται από αυτό.
Ακολουθεί ο κύριος κορμός της εισήγησης, η οποία διαιρείται σε τέσσερα κεφάλαια: Α. Διεθνείς τινες κανόνες πολέμου, Β. Η Μάνη έναντι του Διεθνούς κώδικα, Γ. Κρίσεις τινες Δ. Ειδικαί τινες παρατηρήσεις και Ε. Συμπεράσματα. Όπως ήδη αναφέραμε, ακολουθεί η βιβλιογραφία την οποία χρησιμοποίησε ο μελετητής και η οποία αριθμεί 25 τίτλους νομικών και ιστορικών βιβλίων, Ελλήνων και ξένων συγγραφέων.
Α.
Το πρώτο κεφάλαιο διεξέρχεται τους διεθνείς κανόνες πολέμου. Ο συλλογισμός του Λουμάκου εκκινείται από τον καθορισμό του πλαισίου στο οποίο οφείλει να κινηθεί ο προβληματισμός προκειμένου να αναγνωρισθεί το κτητικό δικαίωμα κατακτητή: σύμφωνα με το Διεθνές Δίκαιο απαραίτητες προϋποθέσεις είναι η έγκαιρη κήρυξη του πολέμου, η κατάπαυση του πολέμου και επακολουθούσα ειρήνη, για να διευκρινίσει στη συνέχεια, προκειμένου να δηλωθεί η -σύμφωνα πάντα με το Διεθνές Δίκαιο- συντήρηση της έννοιας του Κράτους σε δύσκολες συνθήκες, ότι «η αδυναμία ή και εφήμερος συμφορά ενός Κράτους δεν συνεπάγεται την καταστροφήν του κράτους τούτου, αλλ’ η παρατεινόμενη αδυναμία και η προφανής ανικανότης του Κράτους καθιστώσιν αυτώ αδύνατον να ζήση επί μακρόν κατά τινα τρόπον ανεξάρτητον».
Το τελευταίο αυτό στοιχείο έχει σημασία διότι από τον τρόπο της εξαφάνισης ενός Κράτους «οριστέος και ο τρόπος της Νομιμότητος της πράξεως του κατακτητού». Όθεν, μία κατάληψη αλλοτρίων εδαφών για να θεωρηθεί ότι δημιούργησε DE JURE κατάσταση, πρέπει κατά γενικό και αρχαιότατο κανόνα να αναγνωρισθεί και παρά του ηττηθέντος.
Εάν όμως δε συμβεί τούτο, έπεται ότι δύο τινά θα επακολουθήσουν: ή σιωπηρή αναγνώριση παρά του υποταχθέντος ή θα λαμβάνουν χώρα εκάστοτε κρούσεις δυναμικής αντιστάσεως, οπότε πιθανόν η κρούση να πετύχει και τότε η ελάχιστη υποχώρηση του κατακτητού «να δύναται ευστόχως να αντιταχθή ως άρνησις της DE JURE κατακτήσεως».
Τέτοιου είδους κατακτήσεις, σημειώνει ο Λουμάκος, καλούνται «Διεθνείς δουλείαι» οι οποίες για να δημιουργήσουν Δίκαιον από τον κατακτητή έχουν ανάγκη προσαρμογής κανόνων, διαφορετικά εάν ο δουλώσας δεν δυνηθεί να αποδείξει την ολοκλήρωση αυτών, τότε πρέπει να θεωρήσουμε ευλόγως ότι «μη πληρωθέντος του κανόνος, δεν δύναται να γίνη λόγος περί μονίμου κυριαρχικής καταστάσεως».
Κυρίαρχη DE FACTO, εξάλλου, δύναται να αναγνωριστεί επίσης μια δύναμη σε περίπτωση που ειρηνικά και «άνευ όπλου αντιδράσεως» επιβάλει τη θέλησή της επί του κυριαρχούμενου, ως θέληση «αυτού τούτου του ANIMUS της Πολιτείας».
Τα πιο πάνω, όμως, ισχύουν επί σχέσεων κρατών. Ήταν η Μάνη κράτος ώστε να ισχύουν και γι’ αυτήν τα πιο πάνω; «Δις ως ηγεμονία κατεστάθη και αναγνωρίσθη. Και ενώ ηδύνατο να ζήση ήρεμος και ήσυχος εν τοις ορίοις αυτής, αντιθέτως την ελευθερίαν της εθεώρη ως απλήν ευχερείαν προς δημιουργίαν δυνατοτήτων ανασυγκροτήσεως της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας» απαντά κατά πρώτον ο Λουμάκος και συνεχίζει: «Βεβαίως ταύτα έχουσα πάντοτε ως σκοπόν υπάρξεως αυτής, εθεώρη νομίμως και δικαίως ότι, η Μεγάλη πατρίς ενεσωματούτο εν αυτή και κατά φυσικόν κανόνα ως συνέχεια του Κράτους «εκείνου» να θεωρείται.» Και για του λόγου το αληθές παραπέμποντας στη διαθήκη του Πετρόμπεη Μαυρομιχάλη, επικαλείται ως στοιχείο το ότι το 1821, ο Μπέης-Ηγεμών της Μάνης δεν ενσωμάτωσε αυτή στην Ελλάδα, δια συνθηκών και συμφωνιών, αλλά ενσωμάτωσε αυτή στο μεγαλύτερο τμήμα της Ελληνικής Πατρίδος. Εξάλλου, συμπληρώνει, το ότι ήτο «Κράτος» αποδεικνύεται από το ότι μέχρι τότε δημιούργησε δίκαια δια των αρχηγών αυτής με ξένες δυνάμεις (Ενετία, Γένουα, Νεβέρ, Ναπολέων κλπ.) και ότι «άπασαι αι σχετικαί διατάξεις του Διεθνούς Δικαίου προσηρμόζοντο και εις αυτήν».
Β.
Ακολουθεί η το κεφάλαιο που επιγράφεται Η Μάνη έναντι του Διεθνούς Κώδικος. Μετά από σύντομη αναφορά στην ιστορία της Μάνης, που εστιάζεται στο φρόνημα των κατοίκων της χερσονήσου, διαπιστώνει ότι στη μετά την Βυζαντινή περίοδο, οι αγώνες των Μανιατών κατά των Τούρκων παίρνουν τα χαρακτηριστικά μόνιμου πολέμου, ενώ οι επιχειρήσεις των Τούρκων κατά των Μανιατών διαδέχονται η μία την άλλη. Στη Μάνη καταφεύγουν μέλη εξεχουσών οικογενειών του Βυζαντίου ενώ το 1571 καταφεύγουν σ’ αυτήν Μωραϊτες για να προετοιμάσουν επανάσταση με στόχο την απελευθέρωση της Πελοποννήσου. Το 1582 ο Πρωτόπαπας της Μάνης Μουρίσκος, στέλνει προς τον πάππα Γρηγόριο τον Γ΄ επιστολή που αφορά στην απελευθέρωση του Έθνους υπογράφοντας ως άρχων 300 χωριών και 60 χωρών.
Ακολουθεί πλήθος αναφορών που καταδεικνύουν την αναγνώριση της Μάνης ως ανεξάρτητης αυτοδιοικούμενης περιοχής από τα άλλα κράτη κατά τους αιώνες που ακολουθούν (17ος – 18ος) και καταλήγει στην αναγνώριση του Πετρόμπεη Μαυρομιχάλη από τις ευρωπαϊκές αυλές, στις οποίες απευθύνεται υπογράφοντας «Ηγεμών και αρχηγός του Σπαρτιατικού στρατοπέδου του εν Καλαμάτη», δηλώνοντας κατ’ αυτόν τον τρόπο τον συνεχή αγώνα των Μανιατών για ανεξαρτησία.
Συμπεράσματα μέχρι του σημείου αυτού:
1. Τουρκική κυριαρχία De Jure και De Facto ουδέποτε υπήρξε στη Μάνη.
2. Οι εισβολές στρατιωτικών δυνάμεων δεν δύναται να θεωρηθούν «κατάστασις» αφού κατέληγαν σε καταστροφή των εισβολέων.
3. Τουρκικές αρχές ουδέποτε εγκαταστάθηκαν στην Μάνη, παρά μόνον στρατιωτικές φρουρές προκειμένου να χτιστούν τα κάστρα Ζαρνάτας, Κελεφάς και Πόρτο Κάγιου.
4. Τουρκικές οικογένειες ουδέποτε εγκαταστάθηκαν στα όρια της Μάνης.
5. Νόμοι Τουρκικοί και συνθήκες Τουρκικές προς τρίτους ουδέποτε εφαρμόστηκαν.
6. Στη Μάνη ουδέποτε έλαβε χώρα παιδομάζωμα.
7. Οι δύο συνθήκες μεταξύ Τούρκων και Ενετών, με τις οποίες παρεδίδετο και η Μάνη, έγιναν ερήμην των Μανιατών και μετά από αυτές δεν τόλμησαν οι Τούρκοι να την καταλάβουν.
8. Τούρκοι εισπράκτορες ουδέποτε πάτησαν στη Μάνη.
9. Οι Μανιάτες εφάρμοζαν δικούς τους νόμους.
10. Είχαν δικό τους Μπαϊράκι και ιδιότυπο πολίτευμα.
11. Μόνοι τους επέβαλλαν και εισέπρατταν φόρους –και μάλιστα τελωνειακούς.
12. Δεν συνέταξαν δική τους δύναμη προς Τουρκική εναντίον τρίτου.
13. Η μετά τα Ορλωφικά σχέση της με την Οθωμανική αυτοκρατορία, «δεν την ημπόδιζε [τη Μάνη] να αναπτύσσεται ως «Κράτος» ελεύθερον ίδιον συντηρούν στρατόν, ιδίους δημοσιεύον Νόμους και εν γένει, ελάχιστα αισθανόμενον την αμφίβολον Τουρκικήν υπεροχήν».
14. Δεν ακολουθούσε τις διαταγές της Τουρκικής αρχής.
15. Τα λιμάνια τους οι Μανιάτες τα διέθεταν στους φίλους τους, ενώ τα πλοία των φίλων της Τουρκίας ήσαν εχθρικά.
Να σημειώσουμε ότι ο Λουμάκος στο μεταξύ αντικρούει με στοιχεία τις ενστάσεις οι οποίες έχουν διατυπωθεί στα όσα καταθέτει.
Κεφάλαιο Γ΄
Κρίσεις τινές
«Εκ των ανωτέρω προκύπτει σαφώς ότι η συνεχώς και αδιαλείπτως αγωνιζομένη Μάνη εκατώρθωσε κατά μυρίους τρόπους να διατηρήση την ανεξαρτησία της ώστε να ευσταθή δι’ αυτήν η ιδιότης του Κράτους» και ακολουθεί παράθεση στοιχείων σύμφωνα με τα οποία καταδεικνύεται το νόμιμο να θεωρηθεί η Μάνη ως Κράτος κατά τους αιώνες που ακολουθούν τη Βυζαντινή αυτοκρατορία.
Κεφάλαιο Δ΄
Ακολούθως στο Κεφ. Δ΄ Ειδικαί τινες παρατηρήσεις, αντικρούει τις πιθανές ενστάσεις σχετικά με την αμφισβήτηση της «ολότητας των εδαφών της» καταδεικνύοντας τη συνέχεια της συνθήκης ελευθερίας την οποία απήλαυσαν οι περιοχές Γυθείου-Λίμνης-Πασσαβά.
Τα συμπεράσματα διατυπώνονται στο Κεφ. Ε΄: «Εκ των εκτεθέντων προέκυψε σαφώς και αναντιρρήτως ότι καθ’ όλον τον χρόνον όστις διέρρευσεν από της αλώσεως του Μυστρά, τελευταίας επισήμου Αρχής του Βυζαντίου, μέχρι το 1821 η Μάνη ήτο «Κράτος» ελεύθερον και ανεξάρτητον εξεταζόμενον υπό το πρίσμα του Διεθνούς Δικαίου ως διεμορφώθη και ισχύει σήμερον.»
Και πιο κάτω:
«η Μάνη και κατά τας νυν διατάξεις του Δικαίου, ήτο Κράτος ελεύθερον και ανεξάρτητον και απολύτως δύναται να εφαρμοσθή ο κανών «πάσα Κυρίαρχος πολιτεία επί τοσούτον, υφίσταται, εφόσον διατηρεί καθ’ οιονδήποτε τύπον τους ουσιώδεις όρους και τα στοιχεία πολιτικού συνδέσμου, και επομένως εφ’ όσον διατελεί υπάρχουσα αυτοτελής κοινωνία, ικανή να διατηρείται ως τοιαύτη και δυναμένη να αναγεννάται δια φυσικής των ιδίων αυτής μελών διαδοχής ή και δια των μεταναστεύσεων»
Και μετά την ανεξαρτησία «Μεγάλου Μέρους της Ελληνικής Πατρίδος» έπρεπε να ρυθμιστούν οι τύχες των ιδιωτικών και Δημοσίων περιουσιών, σύμφωνα με τα όσα ισχύουν διεθνώς. Και η δημόσια περιουσία πάσης φύσεως περιέρχεται στην κυριότητα του καταλαβόντος, οι δε ιδιωτικές γίνονται σεβαστές. Και κατ’ αυτόν το τρόπο ρύθμισε τα πράγματα η Ελληνική Πολιτεία και παρέλαβε «μόνον κατά κυριότητα όσα ανήκον τη Τουρκική επικρατεία, τα δε ιδιωτικά προησπίσθησαν αρκούντως, πάντοτε όμως δεν παρέλειπε να εξάρη την Μάνην εξαιρούσα ταύτην Γενικών Ορισμών αφορώντων εθνικάς γαίας εξ εγκαταλείψεως παρ’ Οθωμανικών οικογενειών και του Οθωμανικού Κράτους ως εξής:
1. Σύμβασις (28 Μαρτίου 1835) της επί των Οθωμανικών κτημάτων Ελληνικής Επιτροπής μετά των απεσταλμένων της Υψηλής Πόρτας.
2. Δ. 17 Νοεμβρίου 1836 περί ιδιωτικών δασών
3. Δ. 14 26 Ιανουαρίου 1841 περί μετενοικιάσεως
4. Δ. ΤΠΣΤ 24Μαρτίου 1871 Περί των γενομένων εμφυτεύσεως επί εθνικών γαιών
5. κλπ. κλπ..
Καταλήγει: «εκ των ανωτέρω σαφώς εξάγεται η βούλησις των Νομοθετών όπως εξαιρετικού δικαίου απολαύσωσιν αι επαρχίαι Γυθείου-Οιτύλου ήτοι η επί Τουρκοκρατίας ανεξάρτητος Πολιτεία της Μάνης». Και κατά συνέπεια «δεν είναι δυνατόν εν αυτή να μεταβιβασθώσιν καθ’ οιονδήποτε τρόπον Κρατικαί ή ιδιωτικαί περιουσίαι, επειδή ΟΥΔΕΠΟΤΕ ΥΠΗΡΞΑΝ τοιαύται» και ως εκ τούτου «η Ελληνική επικράτεια συσταθείσα το 1830 ουδέν έθιξεν των δικαιωμάτων της Μάνης».
Ενδιαφέρον επίσης το σημείο της επιλογικής παραγράφου που σημειώνει ότι το 1821 η Μάνη δεν επανεστάτησεν εναντίον της Τουρκοκρατίας, αλλ’ ως πάντοτε, εκήρυξε τον πόλεμον κατ’ αυτής»… «Το 1821 παρίσταται υπό την μορφήν της επεκτάσεως των συνόρων της Μάνης, ήτις δεν ήτο παρά αυτή η Ελλάς, εν τοιαύτη δε περιπτώσει δεν δύναται να δημιουργήση αυτήν, δηλ. η Ελλ. Επικράτεια, απαιτήσεις επί δικαίων άτινα οι δημιουργοί της DE JURE και DE FACTO εδημιούργησαν…»
Και καταλήγει:
«Κατά ταύτα, ουδέποτε εδημιουργήθη εν Μάνη κατάστασις επιτρέπουσα την δυνατότητα κτήσεως παρά της Ελλ. Επικρατείας, ως διαδόχου της Οθωμανικής τοιαύτης, ακινήτων κτημάτων, και, οι σχετικοί νόμοι δεν δύνανται να έχωσιν εφαρμογήν εν Μάνη.
Γύθειον 22/7/1939.
ο εισηγητής
Νικ. Γ. Λουμάκος
Δικηγόρος»
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου